μπανγκαλόου

μπανγκαλόου
και μπανκαλόου, το
άκλ. μικρή μονώροφη κατοικία που περιβάλλεται από βεράντες και συνήθως κτίζεται σε κατασκηνώσεις ή θέρετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. bungalow < ινδ. banglā].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάμπινγκ — (αγγλ. camping). Είδος τουρισμού κατά το οποίο η εγκατάσταση γίνεται σε σκηνές, τροχόσπιτα και άλλα κινητά καταλύματα για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο όρος χρησιμοποιείται διεθνώς, τόσο για τον τρόπο όσο και για τον χώρο διαμονής. Η… …   Dictionary of Greek

  • μπανκαλόου — το άκλ. βλ. μπανγκαλόου …   Dictionary of Greek

  • Λαχώρη — (Lahore). Πόλη (5.143.495 κάτ. το 1998) του Πακιστάν, πρωτεύουσα της διοικητικής περιφέρειας του Παντζάμπ (205.344 τ. χλμ., 73.621.190 κάτ.). Είναι χτισμένη κοντά στον ποταμό Ράβι, σε απόσταση 265 χλμ. Ν ΝΑ από το Ισλαμαμπάντ. Η μεγάλη προσφορά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”